- ψιλοκοσκίνισμα
- το, Ν [ψιλοκοσκινίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοκοσκινίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλοκοσκίνισμα — το, ατος 1. κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο. 2. λεπτολογία, ακριβολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξονύχιση — η έρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιψίρισμα — το, ατος λεπτολογία, ψιλοκοσκίνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)